Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Τα δέντρα που στολίσαμε

Κάθε χρόνο, αρχές Δεκέμβρη, το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν έτοιμο, στολισμένο, σαν το σερβιρισμένο φαγητό, σαν το καλοσιδερωμένο πουκάμισο, σαν το στρωμένο κρεβάτι. Φέτος δεν το μπορούσε, λίγο η κούραση από τη δουλειά, λίγο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, λίγο οι διαφημίσεις. Κυρίως οι διαφημίσεις. Αυτές που μοιάζουν σαν κομμένες σκηνές από αμερικάνικες χριστουγεννιάτικες ταινίες.

Ατμοσφαιρικά λαμπάκια, έξω κρύο και μέσα ζέστη, αναμμένο τζάκι και η οικογένεια που στολίζει το δέντρο, αγκαλιές και φιλιά μόλις μπει το πιο λαμπερό αστέρι στην κορφή. Αυτές οι διαφημίσεις την επηρέασαν πιο πολύ. Κι έτσι το δήλωσε ορθά κοφτά πως πονάει η μέση της και, φέτος, αν θέλουν δέντρο, πρέπει να το κατεβάσουν από το πατάρι, με τα στολίδια, και να το στήσουν. Ακούστηκε περίεργη ακόμα και στον εαυτό της. Ολοι την κοίταξαν με απορία και κυρίως τα παιδιά. Τι παιδιά, σκέφτηκε, σχεδόν ενήλικοι πια!

Περνούσαν οι μέρες και φωτάκι δεν άναβε, μελομακάρονο δεν μύριζε. Η πόλη στολίστηκε, οι βιτρίνες, όλα γύρω τους μετρούσαν αντίστροφα προς τη μεγάλη γιορτή. Είδαν κι απόειδαν και άρχισαν να το συζητούν. Βρήκαν πρώτα τη μέρα, «να μην υπάρχει πολλή δουλειά στο γραφείο…», «να μην έχω φροντιστήριο», «να μην έχει κανονίσει κάτι η παρέα».

Εκείνη δεν είχε πρόβλημα, ήταν πάντα διαθέσιμη. Είχε και λίγες ενοχές, «Τι καψώνια τούς κάνω τώρα και τους αναστατώνω;» αλλά η εικόνα της διαφήμισης εκεί! Να θέλουμε να γίνουμε σαν αυτό που θεωρούμε ότι δεν είμαστε, και να αγοράσουμε αυτό που νομίζουμε ότι μας λείπει. Και ας πετάγεται ένα απορρυπαντικό ή μια μπίρα στο τέλος της σκηνής. Μας έχει «χτυπήσει» εκεί που πονάμε. Στην εικόνα μιας πλασματικής ευτυχίας καλοσκηνοθετημένης, καλοπαιγμένης, καλογυρισμένης.

Η νύχτα του στολισμού έφτασε. Βγήκαν οι κούτες. Αρχισαν να ξετυλίγουν στολίδια τόσο παλιά, από τα χρόνια του νηπιαγωγείου, από τα χρόνια που πέρασαν, και στολίδια από τα τελευταία που δεν τα είχαν προσέξει. Κι ύστερα ήταν και αυτά, τα πιο όμορφα, που εκείνη διάλεγε, ένα κάθε χρονιά, για να γράψει πάνω το νέο έτος. Ξεκινούσαν από το 199... και έφτασαν πια στο 201… Το στόλισαν, το φώτισαν, το καμάρωσαν. Ολοι μαζί.

Τίποτα δεν υστερούσε σε εικόνα. Αλλά πάνω απ’ όλα δεν ήταν η εικόνα, ήταν η δική τους η αληθινή ζωή. Βαρέθηκε και εκείνη να κάνει την πονεμένη, την πειραγμένη, την παραπονεμένη. Πάνω από όλα βαρέθηκε να σκέφτεται εικόνες που δεν ήταν δικές της.

Ολα όσα έκανε γι’ αυτούς κι όλα όσα έκαναν για εκείνη, ήταν εδώ και τους ένωναν. Με γέλια και πειράγματα, με παλιές και καινούργιες ιστορίες τους. Σήκωσε τα μανίκια και μπήκε στην κουζίνα, τάκα τάκα θα έκανε τα μελομακάρονα, άλλωστε είχε όλα τα υλικά έτοιμα από καιρό.
-----------------------------------------------------------------------------
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών-Κυριακή Μπεϊόγλου
-----------------------------------------------------------------------------