Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Η Νεροποντή…

Στις μικρές κοινωνίες ο διχασμός γίνεται πάντα πιο φανερός επειδή οι ίδιοι άνθρωποι βρίσκονται καθημερινά σε επαφή.
Στην δική μας ιστορία που συμβαίνει σε μια μικρή κοινότητα ακόμα και τα σπίτια βρίσκονται σε επαφή.
Συμβαίνει, δε,  στους ανθρώπους ότι και στους σκαντζόχοιρους. Όταν κάνει κρύο μαζεύονται κοντά για να ζεσταθούν και όσο πλησιάζουν ο ένας τον άλλον τόσο τα αγκάθια τους  τρυπάνε και απομακρύνονται ξανά.


Αλλού οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι ανάμεσα σε Βλάχους και σε Αρβανίτες η σε πανωχωρίτες και κατωχωρίτες η σε αριστερούς και δεξιούς.
Στην περίπτωση της δικής μας ιστορίας είναι χωρισμένοι ανάμεσα σε θεοσεβούμενους και άθεους ασεβείς.

Τις Κυριακές , κατά τις οκτώμισι , χτυπάει η καμπάνα της Αγίας Βαρβάρας η οποία έχει αναλάβει την προστασία του χωριού.
Οι Καμπάνες της Αγίας Βαρβάρας είναι τόσο κοντά στα σπίτια που είναι σαν να κοιμάσαι μέσα στο καμπαναριό.

Όλοι ενοχλούνται από τις καμπανοκρουσίες της Κυριακής αλλά εκδηλώνονται αλλιώς.
Οι Θεοσεβούμενοι σηκώνονται από κρεβάτι και πάνε στην τουαλέτα με κλειστά τα μάτια , ντύνονται και κρυμμένοι πίσω από ένα ύφος εγκαρτέρησης πάνε στην εκκλησιά.

Οι Άθεοι είναι πιο εκδηλωτικοί . 
Οι πιο μετριοπαθείς και συγκρατημένοι από αυτούς, απλά ρίχνουν μερικά καντήλια ανάμεσα από τα δόντια τους και σκεπάζονται καλύτερα με τα σεντόνια και τα μαξιλάρια.

Υπάρχουν και αυτοί που βγαίνουν έξαλλοι στα παράθυρα και εκτοξεύουν διάφορες αυτοσχέδιες βλαστήμιες που αφορούν κυρίως τα γεννητικά όργανα της αγίας Βαρβάρας.
Έτσι γινόταν πάντα . Πρόκειται για μια πατροπαράδοτη διαδικασία που φαίνεται συνηθισμένη εκτός αν είσαι κάποιος περιηγητής όποτε αναρωτιέσαι κατάπληκτος: «Μα σε τι τρελοκομείο βρίσκομαι;»

Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα εμφανίζεται στο χωριό ο «Μπούλης».
Ο Μπούλης έλειπε χρόνια στην Αθήνα και ελάχιστες φορές είχε έρθει στο χωριό.
Τον έλεγε «Μπούλη» η μάνα του όταν ήταν μικρός και του έμεινε το παρατσούκλι τόσο που ελάχιστοι θυμόταν πλέον το πραγματικό του όνομα.
Δούλευε σε μια φαρμακοβιομηχανία στο Καλαμάκι και έμενε με την γυναίκα του στο Παγκράτι . Τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει. Παντρεύτηκαν και έφυγαν.
Η Γυναίκα του δεν μπορούσε να αποχωριστεί το μαγευτικό Παγκράτι και έτσι ο Μπούλης πήρε τα πράματα του και ήρθε στο χωριό χωρίς καν να κάνει τον κόπο να χωρίσει.

Από το χωριό είχε φύγει με μια Βαντάκα ρούχα και γύρισε με μια σπορ τσάντα Admiral, με μια υπόσχεση σύνταξης και με μερικές οικονομίες από την πολύχρονη και κοπιαστική του δουλειά στα «ξένα».
Έβαλε μπροστά να φτιάξει το πατρικό του. Θα έριχνε μια πλάκα από πάνω και θα συνέχιζε με μια κεραμωτή για ομορφιά και για να είναι πιο δροσερό .
Έτσι , λοιπόν, ενεπλάκη μοιραία και στις μυλόπετρες του τοπικού διχασμού .

Πρώτος τον πλησίασε ο Παππάς και του είπε να έρθει την Κυριακή στην λειτουργία.
«Είναι λίγο δύσκολο παππά μου διότι δεν πιστεύω στον Θεό»
«Είσαι άθεος δηλαδή;» ρωτάει ενοχλημένος ο Παππάς.
«Όχι Παππά μου ούτε  άθεος είμαι αλλά περιμένω να έρθει η Δευτέρα παρουσία για να βεβαιωθώ. Αν κατέβει ο Θεός από τον ουρανό μαζί με όλη την του την οικογένεια και όλον τον κρατικό του μηχανισμό θα βεβαιωθώ αλλά και πάλι δεν θα πιστεύω στον Θεό διότι τι νόημα έχει να πιστεύεις σε κάτι για το οποίο είσαι βέβαιος:»
«Πολύ μπερδεμένα μου τα λες βρε Μπούλη!» του είπε ο Παππάς χαϊδεύοντας  καχύποπτα τα γένια του.

Τα ίδια και στο καφενείο των αθέων.
Κάθισε σε μια γωνιά ο Μπούλης και τον αρχίσανε στην Λεζάμινα.
«Πιστεύεις στο Θεό:»
«Όχι»
«Άρα είσαι δικός μας»
«Μη βιάζεστε. Δεν πιστεύω ούτε ότι δεν υπάρχει Θεός . Γενικώς δεν πιστεύω. Όταν η επιστήμη αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός πάλι δεν θα είμαι άθεος διότι τι νόημα έχει να είσαι άθεος αν ο θεός δεν υπάρχει.»
« Ναι αλλά ο Μάρξ είπε ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Είπε ο πιο καταρτισμένος.
«Και εγώ σου λέω ότι η πίστη που δεν έχει ανάγκη από τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό της είναι το LSD λαού.»

Έτσι κυλούσε ο καιρός στην μικρή κοινωνίας ώσπου ήρθε η εποχή των βροχών.
Οι Χωριάτες, θεοσεβούμενοι και άθεοι, περίμεναν τις καθιερωμένες ετήσιες βροχές και αυτές αργούσαν .
Οι βδομάδες περνούσαν χωρίς βροχή και ο κίνδυνος και η αγωνία μεγάλωναν.
Έτσι αποφάσισαν οι Θεοσεβούμενοι και πήγαν στον Παππά προκειμένου να κάνει μια δέηση.

Ο Παππάς χάιδεψε τα γένια τους και τους είπε:
«Για να πιάσει η δέηση πρέπει να κάνετε μια αίτηση και να την υπογράψει όλο το χωριό, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να μην εισακουσθούμε από τον μεγαλοδύναμο.»
Ο Γραμματέας συνέταξε μια ολιγόλογη αίτηση και άρχισαν από κάτω να υπογράφουν οι χωριανοί.
Ο εκβιασμός ήταν μεγάλος και άρχισαν να υπογράφουν ένας ένας και οι άθεοι.
Ποιος θα έπαιρνε την ευθύνη αν από την αίτηση έλειπε το όνομα του και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην βρέξει . Αλλά και ποια θα ήταν η θέση ενός άθεου αν, παρά την αποχή του,  άρχιζε ο θεός να βρέχει;

Υπέγραψαν όλοι εκτός από τον Μπούλη.
«Γιατί δεν υπογράφεις ρε Μπούλη; Κράτα τις απόψεις σου αλλά υπέγραψε. Τι θα πάθεις;»
«Λυπάμαι παιδιά αλλά εμένα δεν με συμφέρει να βρέξει. Έχω φέρει ένα φορτηγό τσιμέντα έξω από το σπίτι και αν βρέξει θα πετρώσουν.»
Έτσι η αίτηση κατετέθει με τις υπογραφές όλων  πλην ενός.

Εκείνη την νύχτα όλοι κοιτούσαν τον ουρανό να δουν αν μαζεύονται σύννεφα με αγωνία .
Αργά πήγαν απογοητευμένοι για ύπνο.
Κατά τα χαράματα τους ξύπνησε με φωνές ο Μπούλης .
 Έπεφταν οι πρώτες στάλες και έψαχνε αναστατωμένος  για «νάϊλα» να σκεπάσει τα τσιμέντα.

Η Βροχή κράτησε όλη μέρα και οι χωριάτες, θεοσεβούμενοι και άθεοι, κερνούσαν στα καφενεία ο ένας τον άλλο.
Νύχτωσε και η βροχή συνεχιζόταν ακατάπαυστα.
Ξημέρωσε και η βροχή δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Μια βδομάδα έβρεχε χωρίς σταματημό και πλέον ο κίνδυνος να καταστραφούν ξαναγύρισε από την ανάποδη.

Πάνε ξανά στον παππά.
«Τι θα γίνει… πότε θα σταματήσει η βροχή;»
«Λυπάμαι τέκνα μου αλλά δεν γράψατε στην αίτηση πότε θέλετε να σταματήσει. Κάντε καινούργια αίτηση και γράψτε επάνω πότε θέλετε να σταματήσει η βροχή.»
Υπέγραψαν όλοι καινούργια αίτηση και πήγαν και στον Μπούλη για να υπάρχει ομοφωνία και να σιγουρευτούν.
«Μπούλη υπέγραψε να χαρείς καταστρεφόμαστε!»
Να πάτε να γαμηθείτε! Με τις μαλακίες που κάνετε εγώ έχω ήδη καταστραφεί.»

Η Ιστορία που μόλις διαβάσατε στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Ο Παππάς πέθανε μετά από δύο χρόνια και έγινε δεκτός στον παράδεισο με πανηγυρισμούς και τιμές αρχηγού κράτους.
Οι Θεοσεβούμενοι συνεχίζουν κάθε Κυριακή πρωί να πηγαίνουν στην εκκλησία.
Οι Άθεοι ξαναγύρισαν στο καφενείο και κατηγορούν ο ένας τον άλλον.

Ο Μπούλης έριξε την πλάκα , γνώρισε στον Κοντογυαλό μια χήρα Ινδή σαρανταπεντάρα  με παρεό και φύγανε για τις μακρινές Ινδίες όπου ασχολείται με την καλλιέργεια παυλόσουκων.
----------------------------------------------------------------
Πηγή: iltrovator.blogspot.gr-