Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Κουρασμένο σπουργίτι στα Κύθηρα.

Κυριακή πρωί νότια. Δίπλα στο κύμα. Στο καλοφαγείο ο «Μπάμπης» η παρέα χαζολογούσε. Ο ουρανός συννεφιασμένος. Η θάλασσα καθρέφτης. Τυρί, ντομάτα και παξιμάδι.


Οι εκλογές της 6ης Μαΐου είχαν σχεδόν ξεχαστεί. Μάταια ο Νίκος προσπάθησε να φέρει τη συζήτηση στο πώς ψήφισε το χωριό. Οι ψαράδες αδιάφοροι. Εκεί. Αιχμάλωτοι στη γοητεία της θάλασσας μιλούσαν για τις μικρές και μεγάλες ιστορίες τους, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Δεν γιατρεύεται αυτό το πάθος. Δεν ξεδιψάει αυτός ο πόθος.

Ξαφνικά ο καπεταν-Γιώργος από τα Κύθηρα, εκεί που καυχιόταν για τη μηχανή του που ποτέ δεν τον πρόδωσε, με μια κίνηση εμπνευσμένου ποιητή, άπλωσε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι, θέλοντας να κερδίσει την προσοχή των ομοτέχνων του.

Θα σας πω μια ιστορία, είπε. Και άρχισε:

Ήταν μεσημέρι ανοιχτά στα Κύθηρα. Η ψαριά μου έτσι κι έτσι. Είχα καθίσει στο τιμόνι. Με την πλώρη ακαταμάχητη στο μικρό βοριά. Καρφί Νεάπολη. Δεξιά μου μόλις φαινόταν ο καβο-Μαλιάς, αριστερά μου μόλις σαν σκιά το Λαφονήσι. Ξαφνικά ακούω ένα χτύπο στο κατάστρωμα. Σαν να έπεσε πέτρα από τον ουρανό. Κάνω κράτει. Ξαφνιασμένος βγαίνω να δω τι συμβαίνει. Ένα νεκρό σπουργίτι στο κατάστρωμα! Έπεσε στην πλώρη, το βρήκα στην πρύμνη. Κατάχαμα με απλωμένα τα φτερά, χωρίς πνοή, χωρίς κίνηση.

Έμεινα βουβός. Τόσα χρόνια στα πέλαγα ποτέ ο «Φάβας» – έτσι ονομάζει το καΐκι του ο καπεταν-Γιώργος – δεν έγινε πλεούμενο νησί για αποκαμωμένα (θαλασσο)πούλια. Πήρα το σπουργίτι στα χέρια μου. Αν και φαινόταν νεκρό κοίταξα τον ουρανό μήπως και το αναστήσω. Με χαρά μου είδα σε λίγα λεπτά να συνέρχεται. Μάζεψε τις φτερούγες του. Μικρές κινήσεις έδειχναν ότι ζωντάνεψε. Δεν θυμάμαι την ώρα που πέρασε. Δεν μπορώ να σας πω πόση ώρα έμεινα εγώ, ο «Φάβας» και το σπουργίτι στο πέλαγος. Έτσι για μια στιγμή χάθηκε ο χρόνος.

Λίγο μετά το κουρασμένο σπουργίτι ήπιε διψασμένα νερό. Το ένιωθα πια στην παλάμη μου ζωντανό. Η πλώρη τώρα σταθερά για Νεάπολη.

Το βοριαδάκι πιο δυνατό, δροσίζει το πέλαγος. Στο βάθος αχνοφαίνεται η ακτή. Η Νεάπολη μια άσπρη κουκίδα. «Έχουμε δρόμο ακόμη»,  γύρισα και είπα στη φτερωτή συντροφιά μου.

Με τον «Φάβα» να «πιάνει» τα 17, σιγά – σιγά οι ακτές παίρνουν μορφή. Φαίνεται πια καθαρά το Λαφονήσι αριστερά μας. Η Νεάπολη όλο και ασπρίζει. Και ξαφνικά το σπουργίτι έτοιμο να φύγει. Από το κατάστρωμα της πλώρης βολίδα για την στεριά. Σαν μαύρη κουκίδα χάθηκε στον ορίζοντα. Καρφί στην ακτή.

Και ο καπεταν-Γιώργος χωρίς να περιμένει το νεύμα της συντροφιάς να συνεχίσει, προσπαθούσε να μεταφέρει κινηματογραφικά, με λόγια και λεπτομέρειες, το βίωμά του.

Με το πρόσωπό του πλατύ και ανοιχτό σαν θαλασσινός ορίζοντας.

Και την σκέψη του αλλού.

Νομίζω ότι τον ένιωσα καλά εκείνη την ώρα τον καπεταν-Γιώργο: ποθούσε κι αυτός μια πτήση σαν το κουρασμένο σπουργίτι στα Κύθηρα.
--------------------
Πηγή: aixmi.gr
--------------------