Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Τεράστια παραμένει η απόσταση των τιμών παραγωγού Ελλάδας και Ιταλίας για το ελαιόλαδο

«Τσίμπησαν» οι τιμές παραγωγού για τα ελληνικά λάδια εξαιρετικής ποιότητας το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τη διάθεση των ιταλών εμπόρων ν’ απορροφήσουν ελληνικό προϊόν, σε τιμές λίγο κάτω από τα 4 ευρώ το κιλό. Όπως δηλώνουν στο paseges.gr πρόεδροι ελαιοκομικών Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών, η ελληνική αγορά δεν φαίνεται να κεφαλαιοποιεί -στο βαθμό τουλάχιστον που θα έπρεπε- την ανάγκη των ιταλών για ποιοτικό προϊόν.

Τη σημαντική άνοδο των τιμών παραγωγού στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο στην ιταλική αγορά διαπίστωσε και πρόσφατη έκθεση του γενικού διευθυντή της ΠΑΣΕΓΕΣ κ. Γιάννη Τσιφόρου. Η αύξηση άγγιξε το 17%, για να σκορπίσει χαμόγελα αισιοδοξίας στον ελαιοκομικό κλάδο, ωστόσο παρά το γεγονός ότι οι τιμές συνέχισαν την ανοδική τους πορεία στη γειτονική Ιταλία, κάτι που επιβεβαιώνει μιλώντας στο paseges.gr ο πρόεδρος της ΕΑΣ Μεσσηνίας και μέλος στο ΔΣ της ΠΑΣΕΓΕΣ, οι έλληνες παραγωγοί δεν ωφελήθηκαν όσο ενδεχομένως θα έπρεπε.

Σύμφωνα με τον κ. Βασίλη Κοζομπόλη οι τιμές παραγωγού στην Ιταλία κυμαίνονται μεταξύ 3,70 και 3,90 ευρώ το κιλό, ενώ στη χώρα μας έφτασαν τα 2,70 ευρώ το κιλό τις προηγούμενες ημέρες, ενώ τώρα έχουν κατέλθει στα επίπεδα των 2,50 ευρώ.

Και στη Λακωνία όμως, οι παραγωγοί πούλησαν στα 2,68 ευρώ κατά την τελευταία χρονικά δημοπρασία, ενώ αυτές τις μέρες δεν πραγματοποιούνται δημοπρασίες. Πρέπει να σημειωθεί, ότι οι συγκεκριμένες είναι οι υψηλότερες τιμές παραγωγού, που συναντώνται στη χώρα μας αυτή την περίοδο.

Την ίδια ώρα, η απόφαση για παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, σε ποσοστό 80%, στα δάνεια που θα χορηγηθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα σε Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις τυποποίησης ελαιόλαδου, για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από αγορασθείσες ποσότητες ελαιόλαδου της ελαιοκομικής περιόδου 2010-2011, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν.2322/1995.παροχή δανείων σε ελαιοκομικές Ενώσεις, δεν δείχνει ν’ αποδίδει, ενώ ο πρόεδρος της ΕΑΣ Μεσσηνίας εμφανίζεται επιφυλακτικός για το κατά πόσον το μέτρο θα λειτουργήσει ευεργετικά στην αγορά.

Άνεμος αισιοδοξίας για εξαγωγές

Όλα αυτά τη στιγμή που οι προοπτικές για τις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου δείχνουν ευνοϊκές

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου (IOC), το τελευταίο διάστημα οι ρυθμοί κατανάλωσης στη διεθνή αγορά ελαιολάδου είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικοί, με τις εισαγωγές σε χώρες όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ να κινούνται αυξητικά σε διψήφιο ποσοστό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του IOC, το πρώτο πεντάμηνο της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου (Οκτώβριος 2010- Φεβρουάριος 2011) πέντε από τις κυριότερες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης καταναλώτριες χώρες ελαιολάδου απορρόφησαν κατά 9,7% περισσότερες ποσότητες προϊόντος, από ότι το αντίστοιχο χρονικό διάστημα της προηγούμενης ελαιοκομικής περιόδου.

Πιο συγκεκριμένα, κατά 21,4% αυξήθηκαν το πρώτο πεντάμηνο της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου 2010-11 οι εισαγωγές ελαιολάδου στη Βραζιλία, κατά 16,5% αυξήθηκαν στον Καναδά, κατά 9,4% στις ΗΠΑ και κατά 3% στην Αυστραλία. Μόνο η ιαπωνική αγορά εμφάνισε κάμψη, καθώς οι εισαγωγές ελαιολάδου στη χώρα αυτή μειώθηκαν κατά 6,1%.

Συνολικά, οι πέντε προαναφερθείσες χώρες απορρόφησαν 195.187,5 τόνους ελαιολάδου (κυρίως κοινοτικού), έναντι 177.866,7 τόνων το πρώτο πεντάμηνο της προηγούμενης ελαιοκομικής περιόδου 2009-2010. το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου το διεθνές εμπόριο ελαιολάδου παρουσίασε, σύμφωνα με τα στοιχεία του IOC, άνοδο κατά 17% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα της προηγούμενης περιόδου.

Με βάση τις νεότερες εκτιμήσεις του IOC, η συνολική παγκόσμια παραγωγή της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου θα είναι τελικά η δεύτερη μεγαλύτερη όλων των εποχών – περί τα 3.080.500 τόνοι – ακολουθώντας το ρεκόρ της ελαιοκομικής περιόδου 2003-2004 (3.174.000 τόνοι). Η κοινοτική παραγωγή θα φθάσει στο 73% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου, με την Ισπανία να κατέχει διεθνές μερίδιο της τάξης του 45%.

Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι και η αγορά της Ρωσίας, στο διάστημα της τελευταίας διετίας, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη χώρα μας, μια και απορροφά σημαντικά αυξανόμενη ποσότητα.

Οι εξαγωγές της Ελλάδας κατά το 2010 σε παρθένο ελαιόλαδο (1.056 τόνοι) υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2009 (459 τόνοι), ανεβάζοντας τη Ρωσία στην 5η θέση από άποψη εξαγωγικού ενδιαφέροντος, αμέσως μετά τον Καναδά. Η εξέλιξη αυτή αποκτά πρόσθετη αξία, μια και η μέση τιμή εξαγωγής προς τη Ρωσία παραμένει σημαντικά αυξημένη σε σχέση με εκείνη άλλων χωρών.

Το θεαματικό αυτό άνοιγμα της ρωσικής αγοράς στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο της χώρας συνδέεται και με τη συστηματική, μεθοδική και εντατική προσπάθεια προβολής και προώθησης του προϊόντος από τους εκπρόσωπους του κλάδου, που υλοποίησαν με την Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Ελαιόλαδου και Ελιάς (ΕΔΟΕΕ) κατά τη διετία 2008-2010 ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, όπως αποδεικνύεται, πρόγραμμα.

Σε αυτή την προτεραιότητα, στην απόλυτα στοχευμένη προβολή και προώθηση του προϊόντος, οφείλεται να συγκεντρωθούν οι προσπάθειες των εξαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, ώστε να αξιοποιήσουν με επιτυχία την στροφή της αγοράς προς τα ποιοτικά προϊόντα, που όπως δείχνουν και οι πρόσφατες εξελίξεις αποκτά πρωτεύοντα ρόλο στη διεθνή αγορά.

Υψηλότερη η παραγωγή επιτραπέζιων ελιών

Την ίδια ώρα, τα προσωρινά στοιχεία για την παγκόσμια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών το 2010-2011 επέδειξαν την ποσότητα των 2.342.000 τόνων, εκ της οποίας το 88% είναι συγκεντρωμένη σε χώρες μέλη της ΔΟΕ. Η παραγωγή εκτιμάται σε 28.000 τόνους στην Αλγερία, 203.500 τόνους στην Αργεντινή, 200.000 τόνους στην Αίγυπτο, 120.000 τόνους στο Μαρόκο, 142.000 τόνους στη Συρία και 330.000 τόνους στην Τουρκία. Συγκεντρωτικά, ο παραπάνω όμιλος χωρών μελών, παράγει το 50% των επιτραπέζιων ελιών στον κόσμο.

Οι παραγωγοί επιτραπέζιων ελιών της ΕΕ αναμένεται να Φθάσουν τους 808.900 τόνους, με την εξής κατανομή: Ισπανία: 597.500 τόνοι (χωρίς να συνυπολογίζεται η καλύτερη εποχή ακόμα), Ελλάδα: 135.000 τόνοι και Ιταλία: 60.200 τόνοι. Μετά από δύο πολύ φτωχά χρόνια, η παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται έτοιμη να φτάσει τους 154.000 τόνους. Τα ποσά παραγωγής της ίδιας περιόδου για το Περού και τη Χιλή είναι αντίστοιχα: 41.000 τόνοι και 34.000 τόνοι.

Μεταξύ του 1990-1991 και 2010-2011 η παγκόσμια παραγωγή επιτραπέζιων ελιών αυξήθηκε από 850.000 τόνους σε 2.342.000 τόνους, αντικατοπτρίζοντας αύξηση 1.392.000 τόνων ή ποσοστό 147%. Κατά την τελευταία δεκαετία έχει γνωρίσει αύξηση κατά 77%, σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία.
-------------------------
Πηγή: paseges.gr
-------------------------