Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Η αξία να αποσύρεσαι

Πάρε έναν φούρναρη που ξεκινάει να δουλεύει στα είκοσι του. Αν κοιτάξεις τα χέρια του τριάντα χρόνια μετά, θα τα δεις γεμάτα κόμπους και κοκκινίλες.

Πάρε έναν χειρουργό. Εάν στα τριάντα πέντε του χρόνια μπορούσε να τραβήξει έξι-επτά χειρουργεία στη σειρά, στα εξήντα του ζήτημα θα είναι αν καταφέρνει το μισό. Ο ποδοσφαιριστής αντέχει μέχρι τα τριάντα τρία, τριάντα πέντε, σε εντατικούς ρυθμούς, κατόπιν επέρχεται η πτώση. Ο αθλητής του στίβου έχει ορίζοντα τα τριάντα, το πολύ. 

Πάρε έναν ταξιτζή έπειτα από είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια στους δρόμους, άκου πώς ανασαίνει πάνω στο τιμόνι για να καταλάβεις την φθορά. Μόνο στον πολιτικό δεν είναι σαφές το πότε ξεκινάει η δύση. Άντε και στον ηθοποιό. Είναι τα δύο επαγγέλματα (ή λειτουργήματα, για να είμαι πιο κομψός) στα οποία δεν μπορείς επακριβώς να προσδιορίσεις τα όρια.

Και στις δύο περιπτώσεις –τόσο στους πολιτικούς όσο και στους ηθοποιούς– υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι οι γραμμές της φθίνουσας πορείας είναι ομιχλώδεις. Πρώτος τις αντιλαμβάνεσαι εσύ, και φυσικά αρνείσαι να τις παραδεχτείς. Κανείς δεν χαίρεται που γερνάει, που χάνει μέρος των ικανοτήτων του. 

Ωστόσο, τα κενά μπορείς να τα καλύψεις, γιατί και η πολιτική και η υποκριτική δεν απαιτούν άπλετο απόθεμα φυσικών δυνάμεων, όσο πνευματικά αντανακλαστικά, και αυτά δεν χάνονται παρά μόνο σε πολύ μεγάλη ηλικία ή και ποτέ. Έτσι, αυτό που ξέρεις εσύ για τον εαυτό σου –το ότι είσαι πραγματικά κουρασμένος και μπουχτισμένος– μπορεί με λίγη προσοχή να μην γίνει αντιληπτό από κανέναν άλλο. 
Από την άλλη, όμως, βλέπουμε συχνά πολιτικούς και ηθοποιούς, και χωρίς να μπορούμε ακριβώς να εξηγήσουμε το γιατί, νιώθουμε πως έχει έρθει η ώρα τους επειδή αποπνέουν έναν κορεσμό, μια αδιόρατη κούραση. Ο λόγος τους έχει ατονήσει, η λάμψη τους έχει φθαρεί, η στιγμή τους έχει περάσει. Αισθανόμαστε μόλα ταύτα πως οι ίδιοι αρνούνται να το δεχτούν, κατά τον ίδιο τρόπο που εσύ αδυνατείς πεισματικά να εξοικειωθείς με το είδωλό σου στον καθρέφτη.

Ένας καθηγητής πανεπιστημίου στην Αυστραλία, ο Γιάκομπ Φίσερ, είχε υποβάλλει πριν από δέκα περίπου χρόνια την πρόταση να θεσπιστεί «όριο ζωής» στους πολιτικούς, με γνώμονα τα χρόνια τους στην Βουλή. Ο πήχης του ήταν τα δέκα έξι έτη. Όσοι συμπλήρωναν δέκα έξι χρόνια, έπρεπε να αποσυρθούν. Την υπουργοποίηση την είχε μετρήσει διπλά, κάθε έτος έπιανε για δύο. Το σκεπτικό του ήταν απλό: οι πολιτικοί που πραγματικά έχουν δουλέψει στα πόστα τους, δεν θα άντεχαν ούτε μια μέρα παραπάνω από δέκα έξι χρόνια. Το σχέδιό του φυσικά απορρίφθηκε, αλλά στον πυρήνα του έχει αρκετό ενδιαφέρον.

 Όπως σε όλες τις δουλειές, υπάρχει ακμή και παρακμή, υπάρχει κράση και αδυναμία. Ο πολιτικός δεν εξαιρείται. Είναι υποχρεωμένος, σε αντίθεση εδώ με τον ηθοποιό, να ακολουθεί μια καθημερινότητα πολλών ντεσιμπέλ. Ο ηθοποιός μπορεί να δουλεύει επιλεκτικά εάν αρνηθεί να αποσυρθεί, ο πολιτικός είναι αναγκασμένος να βρίσκεται στις επάλξεις.

Ωστόσο, εάν το καλοσκεφτείς, όλοι επικροτούμε αυτούς που αποσύρονται την κατάλληλη στιγμή. Θαυμάζεις τον Χορν που δεν πέθανε στην σκηνή, αλλά στο σπίτι του. Αποδίδεις τα εύσημα στον Σημίτη που έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Ακόμη και τον Κώστα Καραμανλή, που έδειχνε κουρασμένος πολύ πριν αποχαιρετήσει την πρωθυπουργία, μπορείς να του αναγνωρίσεις την μετεξέλιξή του σε βουλευτή που απλά είναι παρών, χωρίς να επιθυμεί την παραμικρή παρέμβαση. 

Ο Νίκος Γκάλης κρέμασε το σορτσάκι του και δημοσίως δεν έριξε ποτέ ούτε ένα σουτ σε καλάθι, ήθελε να τον θυμούνται όλοι όπως ήταν στα νιάτα του. Υπάρχει μια γοητεία στο φευγιό των δημοσίων προσώπων, ή ακόμη και στην διακριτική απομάκρυνσή τους από την πρώτη γραμμή. Σου δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι την αξία της στιγμής, ότι αναγνωρίζουν το τέλος. Και με την ίδια λογική, υπάρχει μια αντίστροφη εντύπωση για όσους δείχνουν ανήμποροι να αποδεσμευτούν από το ναρκισσισμό περασμένων μεγαλείων. 

Τους βλέπεις. Μπορεί να διατέλεσαν πρωθυπουργοί, μπορεί να υπήρξαν υπουργοί σε δεκαπέντε διαφορετικά πόστα, αλλά εκεί, επιμένουν – αρνούνται να συνθηκολογήσουν με την δικαιοσύνη του χρόνου, μοιάζουν παγιδευμένοι σε μιαν οδυνηρή χίμαιρα.

Δεν υπάρχει δουλειά χωρίς τέλος. Πάρε έναν συγγραφέα που γράφει ανελλιπώς από τα είκοσι του. Εκεί γύρω στα είκοσι πέντε μπορούσε να γράφει δέκα ώρες σερί σε υψηλό επίπεδο. Δες τον είκοσι χρόνια αργότερα. Η παραγωγικότητά του έχει ατονήσει επειδή έπειτα από τέσσερις-πέντε ώρες εντατικής δουλειάς το μυαλό του είναι κουρασμένο, τα μάτια του τσούζουν, οι πραγματικά καλές ιδέες στέρεψαν και περιμένουν την επόμενη μέρα. Είναι ανθρώπινο. 

Κανείς δεν σου λέει ότι πρέπει να συνεχίζεις για πάντα και η πλήξη δεν είναι ο καλύτερος λόγος ώστε να συνεχίζεις για πάντα. Οπότε τι απομένει; Η διαύγεια που θα σε οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση. Για τα δημόσια πρόσωπα δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή από το επιλέγουν τα ίδια την στιγμή της απόσυρσής τους. Και αντιστρόφως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από το να αφήνουν το κοινό να αποφασίσει την στιγμή αυτή για λογαριασμό τους.     
-----------------------------------------------
Πηγή: iefimerida.gr-Στέφανος Δάνδολος
-----------------------------------------------